Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρεκέσκετο
παρεκπροφεύγω
παρελαύνω
παρελέξατο
παρελεύσεαι
παρέλθῃ
παρέλκω
παρέμεινε
παρέμμεναι
παρέξ
παρεξελαύνω-
παρεξέρχομαι
παρέξω
παρέπεισε
παρέπεμψε
παρέπλαγξε
παρέπλω
παρέρχομαι
πάρεσαν
παρέσσομαι
παρέσται
View word page
παρεξελαύνω-

[παρ-, παρα- 3 + ἐξ- 1.]

2 sing. aor. subj. παρεξελάσῃσθα.

= παρελαύνω 1.a Il. 23.344.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρεξελαύνω-
Headword (normalized):
παρεξελαύνω-
Headword (normalized/stripped):
παρεξελαυνω-
IDX:
7374
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7375
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 3 + ἐξ- 1.]</p> <p>2 sing. aor. subj. παρεξελάσῃσθα.</p> <p>= παρελαύνω 1.a Il. 23.344.</p>'}