Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρέζομαι
παρέθηκα
παρειά
παρείη
παρείθη
πάρειμι
πάρειμι1
παρεῖπον
παρέξ
παρεκέσκετο
παρεκπροφεύγω
παρελαύνω
παρελέξατο
παρελεύσεαι
παρέλθῃ
παρέλκω
παρέμεινε
παρέμμεναι
παρέξ
παρεξελαύνω-
παρεξέρχομαι
View word page
παρεκπροφεύγω

[παρ-, παρα- 3 + ἐκ- 1 + προ- 1.]

3 sing. aor. subj. παρεκπροφύγῃσι.

ShortDef

to flee forth from, elude

Debugging

Headword:
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized):
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παρεκπροφευγω
IDX:
7365
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7366
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 3 + ἐκ- 1 + προ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. subj. παρεκπροφύγῃσι.</p>'}