Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
παρέθηκα
παρειά
παρείη
παρείθη
πάρειμι
πάρειμι1
παρεῖπον
παρέξ
παρεκέσκετο
παρεκπροφεύγω
παρελαύνω
παρελέξατο
παρελεύσεαι
παρέλθῃ
παρέλκω
παρέμεινε
παρέμμεναι
View word page
παρεῖπον

aor.

[παρ-, παρα- 4 + (ϝ) εῖπον.]

ShortDef

to persuade by indirect means, to talk over, win over

Debugging

Headword:
παρεῖπον
Headword (normalized):
παρεῖπον
Headword (normalized/stripped):
παρειπον
IDX:
7362
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7363
Key:

Data

{'content': '<p>aor.</p> <p>[παρ-, παρα- 4 + (ϝ) εῖπον.]</p>'}