Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρέασι
παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
παρέθηκα
παρειά
παρείη
παρείθη
πάρειμι
πάρειμι1
παρεῖπον
παρέξ
παρεκέσκετο
παρεκπροφεύγω
παρελαύνω
παρελέξατο
παρελεύσεαι
παρέλθῃ
παρέλκω
παρέμεινε
View word page
πάρειμι1

[παρ-, παρα- 3 + εἷμι.]

Pple. παριών.

ShortDef

be present
go past, march along, come forward

Debugging

Headword:
πάρειμι1
Headword (normalized):
πάρειμι
Headword (normalized/stripped):
παρειμι1
IDX:
7361
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7362
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 3 + εἷμι.]</p> <p>Pple. παριών.</p>'}