Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναΐξας
ἀναιρέω
ἀναίσσω
ἀναίτιος
ἀνακαίω
ἀνακηκίω
ἀνακλίνω
ἀνακοντίζω
ἀνακόπτω
ἀνακράζω
ἀνακτόριος
ἀνακυμβαλιάζω
ἀναλκείη
ἄναλκις
ἄναλτος
ἀναλύω
ἀναμαιμἀω
ἀναμάσσω
ἀναμένω
ἀναμετρέω
ἀναμιμνήσκω
View word page
ἀνακτόριος

-η, -ον

[ἀνακτ-, ἄναξ.]

ShortDef

Anactorian, of Anactorium
belonging to a lord

Debugging

Headword:
ἀνακτόριος
Headword (normalized):
ἀνακτόριος
Headword (normalized/stripped):
ανακτοριος
IDX:
735
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.736
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ἀνακτ-, ἄναξ.]</p>'}