Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παραφθάνω
παρβεβαώς
παρδαλέη
πάρδαλις
παρέασι
παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
παρέθηκα
παρειά
παρείη
παρείθη
πάρειμι
πάρειμι1
παρεῖπον
παρέξ
παρεκέσκετο
παρεκπροφεύγω
παρελαύνω
παρελέξατο
View word page
παρειά
αἱ
[cf. παρήϊον.]
ShortDef
the cheek
Debugging
Headword:
παρειά
Headword (normalized):
παρειά
Headword (normalized/stripped):
παρεια
IDX:
7357
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7358
Key:
Data
{'content': '<p>αἱ</p> <p>[cf. παρήϊον.]</p>'}