Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παραυδάω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παρβεβαώς
παρδαλέη
πάρδαλις
παρέασι
παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
παρέθηκα
παρειά
παρείη
παρείθη
πάρειμι
πάρειμι1
παρεῖπον
παρέξ
παρεκέσκετο
View word page
παρέδραμον

aor. παρατρέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρέδραμον
Headword (normalized):
παρέδραμον
Headword (normalized/stripped):
παρεδραμον
IDX:
7354
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7355
Key:

Data

{'content': '<p>aor. παρατρέχω.</p>'}