Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρατρέχω
παρατρέω
παρατροπέω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυδάω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παρβεβαώς
παρδαλέη
πάρδαλις
παρέασι
παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
παρέθηκα
παρειά
παρείη
παρείθη
View word page
παρδαλέη

-ης, ἡ

[fem. adj. fr. πάρδαλις. (sc. δορά).]

ShortDef

a leopard-skin

Debugging

Headword:
παρδαλέη
Headword (normalized):
παρδαλέη
Headword (normalized/stripped):
παρδαλεη
IDX:
7349
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7350
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[fem. adj. fr. πάρδαλις. (sc. δορά).]</p>'}