Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρατεκταίνομαι
παρατίθημι
παρατρέπω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατροπέω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυδάω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παρβεβαώς
παρδαλέη
πάρδαλις
παρέασι
παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
παρέθηκα
View word page
παράφημι

[παρα- 4.]

Pres. pple. mid. παραιφάμενος (παραι-, παρα?) Il. 24.771. παρφάμενος (παρ-, παρα?) Il. 12.249 : Od. 2.189.

Infin. παρφάσθαι Od. 16.287, Od. 19.6.

ShortDef

to speak gently to, to advise

Debugging

Headword:
παράφημι
Headword (normalized):
παράφημι
Headword (normalized/stripped):
παραφημι
IDX:
7346
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7347
Key:

Data

{'content': '<p>[παρα- 4.]</p> <p>Pres. pple. mid. παραιφάμενος (παραι-, παρα?) Il. 24.771. παρφάμενος (παρ-, παρα?) Il. 12.249 : Od. 2.189.</p> <p>Infin. παρφάσθαι Od. 16.287, Od. 19.6.</p>'}