Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρασχέμεν
παρατεκταίνομαι
παρατίθημι
παρατρέπω
παρατρέχω
παρατρέω
παρατροπέω
παρατρωπάω
παρατυγχάνω
παραυδάω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθάνω
παρβεβαώς
παρδαλέη
πάρδαλις
παρέασι
παρεδέξατο
παρέδραθε
παρέδραμον
παρέζομαι
View word page
παραφεύγω

[παρα- 3.]

Aor. infin. παρφυγέειν (παρ-, παρα-.

ShortDef

to flee close past

Debugging

Headword:
παραφεύγω
Headword (normalized):
παραφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παραφευγω
IDX:
7345
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7346
Key:

Data

{'content': '<p>[παρα- 3.]</p> <p>Aor. infin. παρφυγέειν (παρ-, παρα-.</p>'}