παρατεκταίνομαι
[παρα- 5.]
2 sing. aor. opt. παρατεκτήναιο Od. 14.131.
3 sing. παρατεκτήναιτο Il. 14.54.
To make or order differently : οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς αὐτὸς παρατεκτήναιτο (could help us) Il. 14.54 : ἔπος κε παρατεκτήναιο (tell a story differing from the truth, a cozening tale) Od. 14.131.