Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
πάραντα
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παραπλάζω
παραπλήξ
παραπλώω
παραπνέω
παραρρητός
παρασταδόν
παρασταίης
παραστάς
παραστήσεσθαι
παρασφάλλω
παρασχέμεν
View word page
παραπλάζω

[παρα- 4.]

3 sing. aor. παρέπλαγξε Od. 9.81, Od. 20.346.

Fem. pple. παραπλάγξασα Od. 19.187.

3 sing. aor. pass. παρεπλάγχθη Il. 15.464.

ShortDef

to make to wander from the right way, to drive

Debugging

Headword:
παραπλάζω
Headword (normalized):
παραπλάζω
Headword (normalized/stripped):
παραπλαζω
IDX:
7325
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7326
Key:

Data

{'content': '<p>[παρα- 4.]</p> <p>3 sing. aor. παρέπλαγξε Od. 9.81, Od. 20.346.</p> <p>Fem. pple. παραπλάγξασα Od. 19.187.</p> <p>3 sing. aor. pass. παρεπλάγχθη Il. 15.464.</p>'}