Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παραλέγω
παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
πάραντα
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παραπλάζω
παραπλήξ
παραπλώω
παραπνέω
παραρρητός
παρασταδόν
παρασταίης
παραστάς
παραστήσεσθαι
παρασφάλλω
View word page
παραπέμπω

[παρα- 3.]

3 sing. aor. παρέπεμψε.

ShortDef

to send past, convey past

Debugging

Headword:
παραπέμπω
Headword (normalized):
παραπέμπω
Headword (normalized/stripped):
παραπεμπω
IDX:
7324
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7325
Key:

Data

{'content': '<p>[παρα- 3.]</p> <p>3 sing. aor. παρέπεμψε.</p>'}