Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παράκοιτις
παρακρεμάννυμι
παραλέγω
παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
πάραντα
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παραπλάζω
παραπλήξ
παραπλώω
παραπνέω
παραρρητός
παρασταδόν
παρασταίης
παραστάς
View word page
παραπαφίσκω

[παρ-, παρα- 4.]

3 sing. aor. παρήπαφε.

ShortDef

to mislead, beguile

Debugging

Headword:
παραπαφίσκω
Headword (normalized):
παραπαφίσκω
Headword (normalized/stripped):
παραπαφισκω
IDX:
7322
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7323
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 4.]</p> <p>3 sing. aor. παρήπαφε.</p>'}