Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρακαταβάλλω
παρακαταλέγω
παράκειμαι
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακρεμάννυμι
παραλέγω
παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
πάραντα
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παραπλάζω
παραπλήξ
View word page
παραμένω

παρμένω

[παρα- 2.]

3 sing. aor. παρέμεινε Il. 11.402.

To remain with (a person), keep (him) company.

With dat. : οὐκέτι τοι δύναμαι παρμενέμεν Il. 15.400.

So to stand by in the fight : οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν Il. 11.402. Cf. Il. 13.151.

ShortDef

to stay beside

Debugging

Headword:
παραμένω
Headword (normalized):
παραμένω
Headword (normalized/stripped):
παραμενω
IDX:
7316
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7317
Key:

Data

{'content': '<p>παρμένω</p> <p>[παρα- 2.]</p> <p>3 sing. aor. παρέμεινε Il. 11.402.</p> <p>To remain with (a person), keep (him) company.</p> <p>With dat. : οὐκέτι τοι δύναμαι παρμενέμεν Il. 15.400.</p> <p>So to stand by in the fight : οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν Il. 11.402. Cf. Il. 13.151.</p>'}