Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παραίφασις
παρακαταβάλλω
παρακαταλέγω
παράκειμαι
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακρεμάννυμι
παραλέγω
παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
πάραντα
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπέμπω
παραπλάζω
View word page
παραμείβω
[παρ-, παρα- 3.]
Aor. pple. mid. παραμειψάμενος.
ShortDef
to leave on one side, pass by
Debugging
Headword:
παραμείβω
Headword (normalized):
παραμείβω
Headword (normalized/stripped):
παραμειβω
IDX:
7315
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7316
Key:
Data
{'content': '<p>[παρ-, παρα- 3.]</p> <p>Aor. pple. mid. παραμειψάμενος.</p>'}