Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παραιπεπίθῃσι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιφάμενος
παραίφασις
παρακαταβάλλω
παρακαταλέγω
παράκειμαι
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακρεμάννυμι
παραλέγω
παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
παρανηνέω
παρανήχομαι
πάραντα
View word page
παρακοίτης
ὁ
[παρ-, παρα- 2 + ἀκοίτης.]
ShortDef
one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse
Debugging
Headword:
παρακοίτης
Headword (normalized):
παρακοίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτης
IDX:
7311
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7312
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[παρ-, παρα- 2 + ἀκοίτης.]</p>'}