Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παραθήσομεν
παραί
παραιβάτης
παραιπεπίθῃσι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιφάμενος
παραίφασις
παρακαταβάλλω
παρακαταλέγω
παράκειμαι
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακρεμάννυμι
παραλέγω
παραμείβω
παραμένω
παραμίμνω
παραμυθέομαι
View word page
παράκειμαι

[παρα- 2.]

3 sing. pa. iterative παρεκέσκετο Od. 14.521.

To be beside one, at one's hand or laid up, in readiness or for use, be there : ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od. 21.416. Cf. Il. 24.476 : Od. 14.521.

Fig., to lie before one as a matter of choice. Impers. : νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν Od. 22.65.

ShortDef

to lie beside

Debugging

Headword:
παράκειμαι
Headword (normalized):
παράκειμαι
Headword (normalized/stripped):
παρακειμαι
IDX:
7308
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7309
Key:

Data

{'content': "<p>[παρα- 2.]</p> <p>3 sing. pa. iterative παρεκέσκετο Od. 14.521.</p> <p>To be beside one, at one's hand or laid up, in readiness or for use, be there : ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od. 21.416. Cf. Il. 24.476 : Od. 14.521.</p> <p>Fig., to lie before one as a matter of choice. Impers. : νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν Od. 22.65.</p>"}