Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παραδύνω
παραείδω
παραείρω
παραθείμην
παράθες
παραθήσομεν
παραί
παραιβάτης
παραιπεπίθῃσι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιφάμενος
παραίφασις
παρακαταβάλλω
παρακαταλέγω
παράκειμαι
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακρεμάννυμι
View word page
παραΐσσω

[παρ-, παρα- 3.]

3 sing. aor. παρήϊξε Il. 5.690, Il. 8.98, 3 pl. παρήϊξαν Od. 11.615.

To dart past Il. 5.690, Il. 8.98, Od. 3.414.

To dart past.

With acc. : ἵπποι με παρήϊξαν Il. 11.615.

ShortDef

dart past

Debugging

Headword:
παραΐσσω
Headword (normalized):
παραΐσσω
Headword (normalized/stripped):
παραισσω
IDX:
7303
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7304
Key:

Data

{'content': '<p>[παρ-, παρα- 3.]</p> <p>3 sing. aor. παρήϊξε Il. 5.690, Il. 8.98, 3 pl. παρήϊξαν Od. 11.615.</p> <p>To dart past Il. 5.690, Il. 8.98, Od. 3.414.</p> <p>To dart past.</p> <p>With acc. : ἵπποι με παρήϊξαν Il. 11.615.</p>'}