Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παραδραθέειν
παραδραμέτην
παραδράω
παραδύνω
παραείδω
παραείρω
παραθείμην
παράθες
παραθήσομεν
παραί
παραιβάτης
παραιπεπίθῃσι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιφάμενος
παραίφασις
παρακαταβάλλω
παρακαταλέγω
παράκειμαι
παρακλιδόν
παρακλίνω
View word page
παραιβάτης

[παραι- 2 + βα-, βαίνω. He that goes beside.]

The fighting man in a warchariot as distinguished from the ἡνίοχος or driver : παραιβάται ἡνίοχοί τε Il. 23.132.

ShortDef

one who stands beside

Debugging

Headword:
παραιβάτης
Headword (normalized):
παραιβάτης
Headword (normalized/stripped):
παραιβατης
IDX:
7300
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7301
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[παραι- 2 + βα-, βαίνω. He that goes beside.]</p> <p>The fighting man in a warchariot as distinguished from the ἡνίοχος or driver : παραιβάται ἡνίοχοί τε Il. 23.132.</p>'}