Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγητός
ἀγινέω
ἀγκάζομαι
ἀγκαλίς
ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
View word page
ἀγκυλομήτης
[ἀγκύλος + μῆτις.]
ShortDef
crooked of counsel, wily
Debugging
Headword:
ἀγκυλομήτης
Headword (normalized):
ἀγκυλομήτης
Headword (normalized/stripped):
αγκυλομητης
IDX:
72
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.73
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀγκύλος + μῆτις.]</p>'}