Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραγίγνομαι
παραδαρθάνω
παραδέχομαι
παραδραθέειν
παραδραμέτην
παραδράω
παραδύνω
παραείδω
παραείρω
παραθείμην
παράθες
παραθήσομεν
παραί
παραιβάτης
παραιπεπίθῃσι
παραίσιος
παραΐσσω
παραιφάμενος
παραίφασις
View word page
παραείρω
[παρ-, παρα- 2.]
3 sing. aor. pass. παρηέρθη.
ShortDef
to lift up beside
Debugging
Headword:
παραείρω
Headword (normalized):
παραείρω
Headword (normalized/stripped):
παραειρω
IDX:
7295
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7296
Key:
Data
{'content': '<p>[παρ-, παρα- 2.]</p> <p>3 sing. aor. pass. παρηέρθη.</p>'}