Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παρά
πάρα
παραβαίνω
παραβάλλω
παραβασκω
παραβλήδην
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραγίγνομαι
παραδαρθάνω
παραδέχομαι
παραδραθέειν
παραδραμέτην
παραδράω
παραδύνω
παραείδω
παραείρω
παραθείμην
παράθες
παραθήσομεν
παραί
View word page
παραδέχομαι

[παρα- 1.]

3 sing. aor. παρεδέξατο.

ShortDef

to receive from

Debugging

Headword:
παραδέχομαι
Headword (normalized):
παραδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδεχομαι
IDX:
7289
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7290
Key:

Data

{'content': '<p>[παρα- 1.]</p> <p>3 sing. aor. παρεδέξατο.</p>'}