Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πάππας
παππάζω
παπταίνω
πάρ
παρά
πάρα
παραβαίνω
παραβάλλω
παραβασκω
παραβλήδην
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραγίγνομαι
παραδαρθάνω
παραδέχομαι
παραδραθέειν
παραδραμέτην
παραδράω
παραδύνω
παραείδω
παραείρω
View word page
παραβλώσκω

[παρα- 2.]

3 sing. pf. παρμέμβλωκε (παρ-, παρα?) Il. 4.11, Il. 24.73.

To go beside.

With dat. : τῷ Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκεν (attends, protects) Il. 4.11. Cf. Il. 24.73.

ShortDef

to go beside

Debugging

Headword:
παραβλώσκω
Headword (normalized):
παραβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
παραβλωσκω
IDX:
7285
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7286
Key:

Data

{'content': '<p>[παρα- 2.]</p> <p>3 sing. pf. παρμέμβλωκε (παρ-, παρα?) Il. 4.11, Il. 24.73.</p> <p>To go beside.</p> <p>With dat. : τῷ Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκεν (attends, protects) Il. 4.11. Cf. Il. 24.73.</p>'}