Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πανύστατος
πάππας
παππάζω
παπταίνω
πάρ
παρά
πάρα
παραβαίνω
παραβάλλω
παραβασκω
παραβλήδην
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραγίγνομαι
παραδαρθάνω
παραδέχομαι
παραδραθέειν
παραδραμέτην
παραδράω
παραδύνω
παραείδω
View word page
παραβλήδην

[παραβάλλω.]

App., risking the experiment : ἐπειρᾶτʼ ἐρεθιζέμεν Ἥρην, παραβλήδην ἀγορεύων (drawing her fire, provoking a retort, provokingly) Il. 4.6.

ShortDef

thrown in by the way

Debugging

Headword:
παραβλήδην
Headword (normalized):
παραβλήδην
Headword (normalized/stripped):
παραβληδην
IDX:
7284
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7285
Key:

Data

{'content': '<p>[παραβάλλω.]</p> <p>App., risking the experiment : ἐπειρᾶτʼ ἐρεθιζέμεν Ἥρην, παραβλήδην ἀγορεύων (drawing her fire, provoking a retort, provokingly) Il. 4.6.</p>'}