Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πανυπέρτατος
πανύστατος
πάππας
παππάζω
παπταίνω
πάρ
παρά
πάρα
παραβαίνω
παραβάλλω
παραβασκω
παραβλήδην
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραγίγνομαι
παραδαρθάνω
παραδέχομαι
παραδραθέειν
παραδραμέτην
παραδράω
παραδύνω
View word page
παραβασκω
[παρα- 2.]
To act as παραιβάτης ·?̓́αντιφος παρέβασκεν Il. 11.104.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραβασκω
Headword (normalized):
παραβασκω
Headword (normalized/stripped):
παραβασκω
IDX:
7283
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7284
Key:
Data
{'content': '<p>[παρα- 2.]</p> <p>To act as παραιβάτης ·?̓́αντιφος παρέβασκεν Il. 11.104.</p>'}