Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πάννυχος
πανομφαῖος
πάνορμος
πανόψιος
πανσυδίῃ
πάντῃ
πάντοθεν
παντοῖος
πάντοσε
πάντως
πανυπέρτατος
πανύστατος
πάππας
παππάζω
παπταίνω
πάρ
παρά
πάρα
παραβαίνω
παραβάλλω
παραβασκω
View word page
πανυπέρτατος

[παν-, πᾶς + ὑπέρτατος.]

ShortDef

highest of all

Debugging

Headword:
πανυπέρτατος
Headword (normalized):
πανυπέρτατος
Headword (normalized/stripped):
πανυπερτατος
IDX:
7273
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7274
Key:

Data

{'content': '<p>-η</p> <p>[παν-, πᾶς + ὑπέρτατος.]</p>'}