Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πανθυμαδόν
παννύχιος
πάννυχος
πανομφαῖος
πάνορμος
πανόψιος
πανσυδίῃ
πάντῃ
πάντοθεν
παντοῖος
πάντοσε
πάντως
πανυπέρτατος
πανύστατος
πάππας
παππάζω
παπταίνω
πάρ
παρά
πάρα
παραβαίνω
View word page
πάντοσε
[παντο-, πᾶς + -σε.]
ShortDef
every way, in all directions
Debugging
Headword:
πάντοσε
Headword (normalized):
πάντοσε
Headword (normalized/stripped):
παντοσε
IDX:
7271
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7272
Key:
Data
{'content': '<p>[παντο-, πᾶς + -σε.]</p>'}