Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πανημέριος
πανθυμαδόν
παννύχιος
πάννυχος
πανομφαῖος
πάνορμος
πανόψιος
πανσυδίῃ
πάντῃ
πάντοθεν
παντοῖος
πάντοσε
πάντως
πανυπέρτατος
πανύστατος
πάππας
παππάζω
παπταίνω
πάρ
παρά
πάρα
View word page
παντοῖος
-η, -ον
[παντ-, πᾶς.]
ShortDef
of all sorts
Debugging
Headword:
παντοῖος
Headword (normalized):
παντοῖος
Headword (normalized/stripped):
παντοιος
IDX:
7270
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7271
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[παντ-, πᾶς.]</p>'}