Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πάμπαν
παμποίκιλος
παμφαίνω
παμφανάω
πάναγρος
πάναιθος
παναίολος
πανάπαλος
πανάποτμος
πανάργυρος
παναφῆλιξ
παναώριος
πανδαμάτωρ
πανδήμιος
πανῆμαρ
πανημέριος
πανθυμαδόν
παννύχιος
πάννυχος
πανομφαῖος
πάνορμος
View word page
παναφῆλιξ
-ικος
[παν-, πᾶς + ἀφ-, ἀπο- 1 + ἧλιξ.]
App., cut off from his equals in years Il. 22.490.
ShortDef
all-away from the friends of one's youth
Debugging
Headword:
παναφῆλιξ
Headword (normalized):
παναφῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
παναφηλιξ
IDX:
7255
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7256
Key:
Data
{'content': '<p>-ικος</p> <p>[παν-, πᾶς + ἀφ-, ἀπο- 1 + ἧλιξ.]</p> <p>App., cut off from his equals in years Il. 22.490.</p>'}