Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παλίντονος
παλιρρόθιος
παλἱωξις
παλλακίς
πάλλω
παλύνω
παμμέλας
πάμπαν
παμποίκιλος
παμφαίνω
παμφανάω
πάναγρος
πάναιθος
παναίολος
πανάπαλος
πανάποτμος
πανάργυρος
παναφῆλιξ
παναώριος
πανδαμάτωρ
πανδήμιος
View word page
παμφανάω
[reduplicated fr. φαν-, φαίνω.]
Pres. pple. παμφανόων, -ωντος.
Fem. παμφανόωσα.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παμφανάω
Headword (normalized):
παμφανάω
Headword (normalized/stripped):
παμφαναω
IDX:
7248
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7249
Key:
Data
{'content': '<p>[reduplicated fr. φαν-, φαίνω.]</p> <p>Pres. pple. παμφανόων, -ωντος.</p> <p>Fem. παμφανόωσα.</p>'}