Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πάλη
παλίλλογος
παλιμπετής
παλιμπλάζομαι
πάλιν
παλινάγρετος
παλίνορσος
παλίντιτος
παλίντονος
παλιρρόθιος
παλἱωξις
παλλακίς
πάλλω
παλύνω
παμμέλας
πάμπαν
παμποίκιλος
παμφαίνω
παμφανάω
πάναγρος
πάναιθος
View word page
παλἱωξις

[for παλι-ίωξις, fr. παλι-, πάλιν + ἰωκ-, ἰωκή.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παλἱωξις
Headword (normalized):
παλἱωξις
Headword (normalized/stripped):
παλιωξις
IDX:
7240
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7241
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[for παλι-ίωξις, fr. παλι-, πάλιν + ἰωκ-, ἰωκή.]</p>'}