Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παλαιστής
παλαίφατος
παλαίω
παλάμη
παλάσσω
πάλη
παλίλλογος
παλιμπετής
παλιμπλάζομαι
πάλιν
παλινάγρετος
παλίνορσος
παλίντιτος
παλίντονος
παλιρρόθιος
παλἱωξις
παλλακίς
πάλλω
παλύνω
παμμέλας
πάμπαν
View word page
παλινάγρετος

[πάλιν + ἀγρέω.]

ShortDef

to be taken back

Debugging

Headword:
παλινάγρετος
Headword (normalized):
παλινάγρετος
Headword (normalized/stripped):
παλιναγρετος
IDX:
7235
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7236
Key:

Data

{'content': '<p>[πάλιν + ἀγρέω.]</p>'}