Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
παλαιός
παλαισμοσύνη
παλαιστής
παλαίφατος
παλαίω
παλάμη
παλάσσω
πάλη
παλίλλογος
παλιμπετής
παλιμπλάζομαι
πάλιν
παλινάγρετος
παλίνορσος
παλίντιτος
παλίντονος
παλιρρόθιος
παλἱωξις
παλλακίς
πάλλω
παλύνω
View word page
παλιμπλάζομαι
[πάλιν + πλάζω.]
Aor. pple. pass. παλιμπλαγχθείς, -έντος.
ShortDef
to wander back
Debugging
Headword:
παλιμπλάζομαι
Headword (normalized):
παλιμπλάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλαζομαι
IDX:
7233
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7234
Key:
Data
{'content': '<p>[πάλιν + πλάζω.]</p> <p>Aor. pple. pass. παλιμπλαγχθείς, -έντος.</p>'}