Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

παλαιγενής
παλαιός
παλαισμοσύνη
παλαιστής
παλαίφατος
παλαίω
παλάμη
παλάσσω
πάλη
παλίλλογος
παλιμπετής
παλιμπλάζομαι
πάλιν
παλινάγρετος
παλίνορσος
παλίντιτος
παλίντονος
παλιρρόθιος
παλἱωξις
παλλακίς
πάλλω
View word page
παλιμπετής

[πάλιν + πετ-, πίπτω. Falling back.]

In neut. παλιμπετές as adv., to where one came from, back : ὥς κε π. ἀπονέωνται Od. 5.27.

In the direction contrary to that desired, back : ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε π. Il. 16.395.

ShortDef

falling back

Debugging

Headword:
παλιμπετής
Headword (normalized):
παλιμπετής
Headword (normalized/stripped):
παλιμπετης
IDX:
7232
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7233
Key:

Data

{'content': '<p>[πάλιν + πετ-, πίπτω. Falling back.]</p> <p>In neut. παλιμπετές as adv., to where one came from, back : ὥς κε π. ἀπονέωνται Od. 5.27.</p> <p>In the direction contrary to that desired, back : ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε π. Il. 16.395.</p>'}