Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄψεται
ὀψίγονος
ὄψιμος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψος
πάγη
πάγος
παγχάλκεος
πάγχαλκος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθον
παιδνός
παιδοφόνος
παίζω
παιάν
παιπαλόεις
παῖς
παιφάσσω
πάλαι
View word page
παγχρύσεος

[παν-, πᾶς + χρύσεος.]

ShortDef

all-golden, of solid gold

Debugging

Headword:
παγχρύσεος
Headword (normalized):
παγχρύσεος
Headword (normalized/stripped):
παγχρυσεος
IDX:
7211
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7212
Key:

Data

{'content': '<p>[παν-, πᾶς + χρύσεος.]</p>'}