Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναδέρκομαι
ἀναδέσμη
ἀναδέχομαι
ἀναδύνω
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθήσει
ἀναθρῴσκω
ἀναίδεια
ἀναιδής
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναΐξας
ἀναιρέω
ἀναίσσω
ἀναίτιος
ἀνακαίω
ἀνακηκίω
View word page
ἀναίδεια

-ης, ἡ

[ἀναιδής.]

ShortDef

shamelessness, impudence, effrontery

Debugging

Headword:
ἀναίδεια
Headword (normalized):
ἀναίδεια
Headword (normalized/stripped):
αναιδεια
IDX:
720
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.721
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἀναιδής.]</p>'}