Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀχλίζω
ὄχος
ὄψ
ὀψέ
ὄψεαι
ὀψείω
ὄψεται
ὀψίγονος
ὄψιμος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψος
πάγη
πάγος
παγχάλκεος
πάγχαλκος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθον
παιδνός
παιδοφόνος
View word page
ὀψιτέλεστος
[ὀψέ + τελεσ-, τελέω.]
ShortDef
to be late fulfilled
Debugging
Headword:
ὀψιτέλεστος
Headword (normalized):
ὀψιτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
οψιτελεστος
IDX:
7205
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7206
Key:
Data
{'content': '<p>[ὀψέ + τελεσ-, τελέω.]</p>'}