Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄχθη
ὀχλέω
ὀχλίζω
ὄχος
ὄψ
ὀψέ
ὄψεαι
ὀψείω
ὄψεται
ὀψίγονος
ὄψιμος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψος
πάγη
πάγος
παγχάλκεος
πάγχαλκος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθον
View word page
ὄψιμος
[ὀψέ.]
ShortDef
late, slow
Debugging
Headword:
ὄψιμος
Headword (normalized):
ὄψιμος
Headword (normalized/stripped):
οψιμος
IDX:
7203
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7204
Key:
Data
{'content': '<p>[ὀψέ.]</p>'}