Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφθαλμός
ὄφις
ὄφρα
ὀφρυόεις
ὀφρύς
ὄχα
ὄχεα
ὀχετηγός
ὀχεύς
ὀχέω
ὀχθέω
ὄχθη
ὀχλέω
ὀχλίζω
ὄχος
ὄψ
ὀψέ
ὄψεαι
View word page
ὀχετηγός

[ὀχετός, conduit (ϝεχ- as in ὄχεα) + ἄγω.]

ShortDef

laying out a ditch

Debugging

Headword:
ὀχετηγός
Headword (normalized):
ὀχετηγός
Headword (normalized/stripped):
οχετηγος
IDX:
7189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7190
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ὀχετός, conduit (ϝεχ- as in ὄχεα) + ἄγω.]</p>'}