Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
οὐρός
οὖρος1
οὖρος2
ὄρος
οὖς
οὔσης
οὐτάζω
οὐτάω
οὔτε
οὐτιδανός
οὗτος
οὕτως
οὐχί
ὀφείλω
ὀφέλλω
ὄφελος
ὀφθαλμός
ὄφις
ὄφρα
ὀφρυόεις
ὀφρύς
View word page
οὗτος
Genit. τούτου, ταύτης, τούτου.
ShortDef
this; that
Debugging
Headword:
οὗτος
Headword (normalized):
οὗτος
Headword (normalized/stripped):
ουτος
IDX:
7176
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7177
Key:
Data
{'content': '<p>Genit. τούτου, ταύτης, τούτου.</p>'}