Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
ὀρεύς
οὐρή
οὐρίαχος
οὖρον
οὐρός
οὖρος1
οὖρος2
ὄρος
οὖς
οὔσης
οὐτάζω
οὐτάω
οὔτε
οὐτιδανός
οὗτος
οὕτως
οὐχί
ὀφείλω
View word page
ὄρος

τό. See ὄρος.

ShortDef

a mountain, hill

Debugging

Headword:
ὄρος
Headword (normalized):
ὄρος
Headword (normalized/stripped):
ορος
IDX:
7169
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7170
Key:

Data

{'content': '<p>τό. See ὄρος.</p>'}