Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οὔνεσθε
οὔνομα
οὐραῖος
οὐρανίωνες
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
ὀρεύς
οὐρή
οὐρίαχος
οὖρον
οὐρός
οὖρος1
οὖρος2
ὄρος
οὖς
οὔσης
οὐτάζω
οὐτάω
οὔτε
View word page
οὐρίαχος

-ου, ὁ.

ShortDef

the hindmost part, bottom

Debugging

Headword:
οὐρίαχος
Headword (normalized):
οὐρίαχος
Headword (normalized/stripped):
ουριαχος
IDX:
7164
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7165
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}