Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οὖλος2
οὖλος3
οὐλοχύται
οὔλω
οὑμός
οὖν
οὕνεκα
οὔνεσθε
οὔνομα
οὐραῖος
οὐρανίωνες
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
ὀρεύς
οὐρή
οὐρίαχος
οὖρον
οὐρός
οὖρος1
View word page
οὐρανίωνες

οἱ

[οὐρανός.

App. a patronymic in form. Cf. Ὑπερίων.]

ShortDef

the heavenly ones, the gods above

Debugging

Headword:
οὐρανίωνες
Headword (normalized):
οὐρανίωνες
Headword (normalized/stripped):
ουρανιωνες
IDX:
7157
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7158
Key:

Data

{'content': '<p>οἱ</p> <p>[οὐρανός.</p> <p>App. a patronymic in form. Cf. Ὑπερίων.]</p>'}