Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οὐλοκάρηνος
οὐλόμενος
οὖλος1
οὖλος2
οὖλος3
οὐλοχύται
οὔλω
οὑμός
οὖν
οὕνεκα
οὔνεσθε
οὔνομα
οὐραῖος
οὐρανίωνες
οὐρανόθεν
οὐρανόθι
οὐρανομήκης
οὐρανός
ὀρεύς
οὐρή
οὐρίαχος
View word page
οὔνεσθε

See ὄνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οὔνεσθε
Headword (normalized):
οὔνεσθε
Headword (normalized/stripped):
ουνεσθε
IDX:
7154
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7155
Key:

Data

{'content': '<p>See ὄνομαι.</p>'}