Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
ἀναγνοίη
ἀνάγω
ἀναδέδρομε
ἀναδέρκομαι
ἀναδέσμη
ἀναδέχομαι
ἀναδύνω
ἀνάεδνος
ἀναείρω
ἀναθηλέω
ἀνάθημα
ἀναθήσει
ἀναθρῴσκω
ἀναίδεια
ἀναιδής
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
View word page
ἀνάεδνος

[app. for ἀνέϝεδνος fr. ἀν- 1 + ἔϝεδνα. See ἕδνα, ἔεδνα.]

ShortDef

without bridal gift; (husband) bringing no gifts

Debugging

Headword:
ἀνάεδνος
Headword (normalized):
ἀνάεδνος
Headword (normalized/stripped):
αναεδνος
IDX:
714
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.715
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[app. for ἀνέϝεδνος fr. ἀν- 1 + ἔϝεδνα. See ἕδνα, ἔεδνα.]</p>'}