Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οὐδέ
οὐδείς
οὐδενόσωρος
οὐδετέρωσε
οὐδός
ὁδός
οὖθαρ
οὐκ
οὐκέτι
οὐλαί
οὐλαμός
οὐλή
οὔλιος
οὐλοκάρηνος
οὐλόμενος
οὖλος1
οὖλος2
οὖλος3
οὐλοχύται
οὔλω
οὑμός
View word page
οὐλαμός

-οῦ, ὁ

(ϝουλαμός)

[ϝελ-, εἴλω.]

ShortDef

a throng of warriors

Debugging

Headword:
οὐλαμός
Headword (normalized):
οὐλαμός
Headword (normalized/stripped):
ουλαμος
IDX:
7141
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7142
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>(ϝουλαμός)</p> <p>[ϝελ-, εἴλω.]</p>'}