Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄσσομαι
ὅσσος
ὀστέον
ὅστις
ὅτε
ὅτι
ὀτραλέως
ὀτρηρός
ὀτρηρῶς
ὄτριχας
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
ὅττι
οὐ
οὖας
οὖδας
οὖδάσδε
οὐδέ
οὐδείς
οὐδενόσωρος
οὐδετέρωσε
View word page
ὀτρυντύς

[ὀτρύνω.]

ShortDef

a cheering on, exhortation

Debugging

Headword:
ὀτρυντύς
Headword (normalized):
ὀτρυντύς
Headword (normalized/stripped):
οτρυντυς
IDX:
7124
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7125
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ὀτρύνω.]</p>'}