Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
ὅσσος
ὀστέον
ὅστις
ὅτε
ὅτι
ὀτραλέως
ὀτρηρός
ὀτρηρῶς
ὄτριχας
ὀτρυντύς
ὀτρύνω
View word page
ὅσσος
See ὅσος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὅσσος
Headword (normalized):
ὅσσος
Headword (normalized/stripped):
οσσος
IDX:
7115
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7116
Key:
Data
{'content': '<p>See ὅσος.</p>'}