Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀρώρεται
ὀρωρέχαται
ὅς1
ὅς
ὁσίη
ὅσος
ὄσσα
ὁσσάκι
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὄσσομαι
ὅσσος
ὀστέον
ὅστις
ὅτε
ὅτι
ὀτραλέως
ὀτρηρός
ὀτρηρῶς
ὄτριχας
ὀτρυντύς
View word page
ὄσσομαι

[ὄσσε.]

(ἐπι-, προτι-)

ShortDef

to see

Debugging

Headword:
ὄσσομαι
Headword (normalized):
ὄσσομαι
Headword (normalized/stripped):
οσσομαι
IDX:
7114
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7115
Key:

Data

{'content': '<p>[ὄσσε.]</p> <p>(ἐπι-, προτι-)</p>'}